φουρκάδα

φουρκάδα
η, Ν
1. δίκρανο, δικράνι
2. η ποσότητα άχυρου ή χόρτου που πιάνει το δικράνι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φούρκα (Ι) «διχαλωτός πάσσαλος» + κατάλ. -άδα (πρβλ. σχισμ-άδα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • στήριγγα — η / στῆριγξ, ήριγγος, ΝΑ, και λόγιος τ. στήριγξ Ν νεοελλ. ναυτ. α) καθένας από τους μεταλλικούς στυλίσκους που είναι στερεωμένοι από τη μία και την άλλη πλευρά τής σκάλας τού πλοίου, στο πάνω άκρο τών οποίων στερεώνονται οι χειραγωγοί, κν.… …   Dictionary of Greek

  • φουρκάς — ο, Ν [φούρκα (Ι)] η φουρκάδα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”